πυρίνους

πυρίνους
πύρινος
of fire
masc acc pl
πῡρίνους , πύρινος
of fire
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυριδρακοντόζωνος — ον, Α ζωσμένος με πύρινους δράκοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δράκων, οντος + ζώνη] …   Dictionary of Greek

  • πυροϊππεύς — έως, ὁ, Μ αυτός που ιππεύει πύρινους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + ἱππεύς] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”